
Τύχη Ακινήτου μετά από Αμετάκλητη Λύση Γάμου
Σύμφωνα με τις διατάξεις για την την αμετάκλητη λύση του γάμου, οι σχέσεις των συζύγων αναφορικά με την
κυριότητα, τη νομή και τη χρήση του ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη
διέπονται από τις γενικές διατάξεις του εμπραγμάτου και του ενοχικού δικαίου. Αυτό
σημαίνει ότι, ακόμη και αν κατά το διάστημα της διάστασης των συζύγων είχε
παραχωρηθεί συμβατικά ή δικαστικά η νομή και κατοχή του ακινήτου της οικογενειακής
στέγης σε έναν από τους δύο συζύγους, μετά την αμετάκλητη λύση του γάμου τους, το
ακίνητο αυτό μπορεί πλέον να νέμεται και να κατέχει νόμιμα, μόνο ο έχων σχετικό εκ του
νόμου δικαίωμα επ’ αυτού (π.χ. κυριότητα).
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜΟΝ 267/2020 ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ
ΠΕΙΡΑΙΩΣ.
«…Κατά το άρθρο 1393 εδ. α΄ ΑΚ, σε περίπτωση
διακοπής της συμβίωσης, το δικαστήριο μπορεί, εφ` όσον το επιβάλλουν λόγοι επιείκειας,
εν όψει των ειδικών συνθηκών του καθενός από τους συζύγους και του συμφέροντος των
τέκνων, να παραχωρήσει στον ένα σύζυγο την αποκλειστική χρήση ολοκλήρου ή τμήματος
του ακίνητου που χρησιμεύει για κύρια διαμονή των ιδίων (οικογενειακή στέγη),
ανεξάρτητα από το ποιος απ` αυτούς είναι κύριος ή έχει απέναντι στον κύριο το δικαίωμα
της χρήσης του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η παραχώρηση γίνεται με βάση τις
ειδικές συνθήκες του καθενός συζύγου, το συμφέρον των τέκνων και τις αρχές της
επιείκειας, οι οποίες είναι δυνατόν να επιβάλλουν κατά περίπτωση η παραχώρηση να
γίνεται με αντάλλαγμα ή χωρίς αντάλλαγμα. Για την παραχώρηση της χρήσης της
οικογενειακής στέγης πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή τα παρακάτω: α) η σύναψη
γάμου μεταξύ των διάδικων, β) η διακοπή της συμβίωσης τους γ) τα πραγματικά
περιστατικά που συνιστούν τις ειδικές συνθήκες καθενός από τους διαδίκους – συζύγους
κατά το άρθρο 1393 ΑΚ και στηρίζουν τους λόγους επιείκειας για αποκλειστική χρήση
ολοκλήρου ή τμήματος της μέχρι τότε οικογενειακής στέγης και δ) αν υπάρχουν ανήλικα
τέκνα, τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το συμφέρον των τέκνων τους (π.χ. με
αλλαγή σχολείου, περιβάλλοντος που θα έχει δυσμενή επίδραση στην ψυχική υγεία των
τέκνων). Ο νόμος δεν ορίζει ποιες είναι οι ειδικές συνθήκες, που, αν υπάρχουν, συντρέχει η
επιείκεια να επιβάλει την παραχώρηση της χρήσης της οικογενειακής στέγης. Οι ειδικές
συνθήκες που θα κριθούν από το δικαστήριο προσδιορίζονται από τους όρους ζωής των
ενδιαφερομένων μέχρι τη διακοπή της συμβιώσεως, ως τέτοιες δε (ειδικές συνθήκες)
θεωρούνται η σωματική και η ψυχική υγεία, οι γενικότερες συνθήκες εργασίας του
ενάγοντος και του άλλου συζύγου, καθώς και η οικονομική κατάσταση κυρίως του γονέα
που έχει τη γονική μέριμνα των τέκνων τους (βλ. Κ. Παπαδόπουλος, Αγωγές Οικογ. Δικ. έκδ.
2001, τόμ. Α΄, σελ. 334-335). Η ανωτέρω ρύθμιση της χρήσης της συζυγικής στέγης δεν έχει
μονιμότητα, αφού διαρκεί όσο διαρκεί η διάσταση, δηλαδή από τη διάσπαση της έγγαμης
συμβίωσης μέχρι την αμετάκλητη λύση του γάμου, μπορεί δε η σχετική απόφαση να
μεταρρυθμιστεί σε περίπτωση μεταβολής των περιστάσεων που επέβαλαν την
παραχώρηση της χρήσης της συζυγικής στέγης στον ένα σύζυγο (βλ. Κ. Παπαδόπουλος, ό.π.,
σελ. 346), ήτοι η απόφαση που ρυθμίζει την χρήση της οικογενειακής στέγης παύει να
ισχύει αυτοδικαίως, αν δεν ζητηθεί τροποποίησή της, μετά την αμετάκλητη λύση ή ακύρωση
του γάμου, οπότε οι σχέσεις των συζύγων αναφορικά με την κυριότητα, τη νομή και τη
χρήση του ακινήτου που χρησίμευε ως οικογενειακή στέγη διέπονται από τις γενικές
διατάξεις του εμπραγμάτου και του ενοχικού δικαίου (ΑΠ 1630/2002 ΕλλΔνη 2003.775, ΑΠ
792/2000, ΕφΑθ 4585/2002, ΕφΘεσ 469/2009, ΕφΠατρ 27/2019 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ
ΝΟΜΟΣ). Τέλος, στην περίπτωση διαταραχής των σχέσεων των συζύγων, μπορεί να
διαταχθεί από το αρμόδιο δικαστήριο κατ’ άρθρο 735 ΚΠολΔ, ως ασφαλιστικό μέτρο, η
μετοίκηση του ενός από τους συζύγους από τη συζυγική στέγη, όταν η συνοίκηση οδηγεί σε
περαιτέρω όξυνση των ήδη τεταμένων σχέσεων των συζύγων (βλ. Απ. Γεωργιάδης, ό.π.,
άρθρο 1393, αρ. 61, σελ. 640), ενώ, κατ’ άρθρο 684 ΚΠολΔ, τέτοιο αρμόδιο δικαστήριο είναι
και το Μονομελές Εφετείο, αν η κύρια υπόθεση είναι εκκρεμής ενώπιον αυτού (ΕφΘεσ.
469/2009 ό.π., βλ. Μ. Μαργαρίτης-Α. Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. ΙΙ, άρθρο 684, αρ. 2, σελ.
127-128, Χαμηλοθώρης, Ασφαλιστικά Μέτρα, έκδ. 2016, σελ. 31)…»